- σαμιζέν
- το, Νμουσ. ιαπωνικό λαουτοειδές όργανο με τρεις μεταξωτές χορδές που νύσσονται με πλήκτρο από ελεφαντόδοντο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. samisen < ιαπ. samisen < κινεζ. san1 hsien2 < san1 «τρία» + hsien2 «κορδόνι, χορδή»].
Dictionary of Greek. 2013.